-
1 ὀρυκτός
A dug, formed by digging,τάφρον ὑπερθορέονται ὀρυκτήν Il.8.179
, al., cf. X.An.1.7.14; opp. a natural channel, στόματα, opp.ἰθαγενέα, Hdt.2.17 ; λίμνη ib. 149; ;εἴσοδοι X.An.4.5.25
;ἀποθῆκαι ὀ. ὑπόγειοι Plu.2.770e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρυκτός
-
2 ὑπερθρῴσκω
ὑπερθρῴσκω, [tense] fut. -θοροῦμαι, [dialect] Ep. - θορέομαι: [tense] aor. -έθορον, [dialect] Ep. ὑπέρθορον; inf.A- θορεῖν Hdt.6.134
, [dialect] Ep.- θορέειν Il.12.53
(v. l. in Hdt. l. c.): —overleap, leap or spring over, c. acc.,τάφρον ὑπερθορέονται Il.8.179
;ὑπέρθορον ἑρκίον αὐλῆς 9.476
, cf. 12.53; so ὑπερθ. τοὺς ἀνθρώπους, τὸ ἕρκος, Hdt.2.66, 6.134;πεδίον Ἀσωποῦ A.Ag. 297
; πύργον ib. 827; βᾶριν οὐχ ὑπερθορεῖ will not escape from it, Id.Supp. 873 (lyr.): alsoὑπὲρ ἕρκος ὑ. Sol.4.29
: c. gen.,πόλεως ὑ. E.Hec. 823
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερθρῴσκω
См. также в других словарях:
ορυκτός — ή, ό (Α ὀρυκτός, ή, όν) [ορύσσω] 1. αυτός που βρίσκεται μέσα στη γη και εξορύσσεται με εκσκαφή («ἀποσύραντι τὴν ἐπιπολῆς γῆν εὐθὺς ὀρυκτὸν εὑρίσκεσθαι χρυσόν», Πολύβ.) 2. ο αυτοφυής, δηλ. αυτός που βρίσκεται εκ φύσεως στη γη και δεν… … Dictionary of Greek